- εφηγούμαι
- ἐφηγοῡμαι, -έομαι (Α)1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡγοῡμαι].
Dictionary of Greek. 2013.